Ετσι πίστευα πως ζούσαν οι αρχιτέκτονες!
Το ροκ του αρχιτέκτονος
Διηγημάτιο σπαστό , συντεθέν εκ πολλών μελημάτων, ανασυνταχθέν και
επιπόνως λεχθέν παρά του ποιητού της νομαρχιακής σας ο οποίος έχει
αισθανθεί από ένα σημείο και έπειτα ότι μόνο στα νορβηγικά μπορεί να σας
εξηγήσει το φρόνημα το οποίο τον διακατέχει αυτάς τας λαμπράς
προεκλογικάς ημέρας.
Ήτο πραγματικά αιμάσσουσα η αυγή της δεκαετίας του 50 ότε ο
διδάσκαλός μας ενεφανίσθη εις τάξιν τινα του 3ου δημοτικού σχολείου
Γιαννιτσών και μας ηρώτα:
«Ποίον ελεύθερον θέμα θέλετε να ορίσουμε σήμερον, ω παιδία, ω τεκνία;»
και εμείς εν σώματι του απαντήσαμε: «Ημείς διδάσκαλε
επιθυμώμεν...», δια ποικίλων σολοικισμών πεποικιλμένα όλα αυτά ως και η
υπόλοιπος διήγησή μου, όλα αυτά λοιπόν δια ποικίλων σολοικισμών
πεποιηθέντα, και του απαντήσαμεν «Εμείς διδάσκαλε επιθυμώμεν να πούμε τι
θα γίνουμε όταν μεγαλώσουμε», εχάρη ο δάσκαλος και έγραψε Ελεύθερον Θέμα εις τον μαυροπίνακα Τι θα γίνω όταν μεγαλώσω.
Εγώ λοιπόν, ο οποίος έως τότε επεθύμον διαπρυσίως να γίνω ναυτικός,
γεωπόνος, τεμπέλης και παίκτης μπιλιάρδου δεν μπορούσα να γράψω αυτά τα
πράγματα τα απαράδεκτα εις την καθαράν κόλλαν αναφοράς η οποία μας
εμοιράσθη, ήταν μάλιστα νομίζω, επλησίαζαν οι διαγωνισμοί της πέμπτης
έκτης δημοτικού, θα σας γελάσω, και έγραψα τι θα γίνω όταν μεγαλώσω Θέλω να γίνω αρχιτέκτων, μου άρεζε πολύ αυτό το όνομα αρχιτέκτων, να γίνω αρχιτέκτων, τι θα έλεγα νομομηχανικός; δεν τα ξέραμε τότε αυτά τα πράγματα.
Γεωπόνος δεν μπορούσα να πω, γιατί ήταν λίγο έτσι καμπασακλίδικα
αυτά τα πράγματα, δηλαδή τι να κάνω να ματίζω, να μπολιάζω τα δέντρα.
Δεν ήταν ούτε το ναυτικός, το ναυτικός αυτόματα με πήγαινε στους αλήτες,
θα πούμε στη διήγησή μας τι εσήμανε να είσαι αλήτης σε επαρχιακή πόλη
της δεκαετίας τους 50.
Έτσι λοιπόν αρχιτέκτων, και μάλιστα άρχισα μια διήγηση ότι εγώ από
μικρός έστηνα κύβους και κυβάκια και στρατιωτάκια και τα οργάνωνα καλά
και βέβαια το μέλλον μου είναι ότι θέλω να χτίσω μια Ελλάδα νέα, μια
Ελλάδα υπέροχον, λαμπράν, νεοτάτην και μπετονένια, διότι ως γνωστόν
εζούσαμε όλοι σε σπίτια πετρόχτιστα ή τουβλόχτιστα, πλινθόχτιστα, με
στέγες ξύλινες, που τα ταβανάκια μας ήταν ως επί το πλείστον καλαμωτές
σουβατισμένες, παλαιά τα κουφώματα, ήδη εγώ είχα προλάβει στο χωριό του
πατέρα μου και εκοιμήθηκα σε πατώματα που είχαν πήλινο παρακαλώ,
χωμάτινο το δάπεδο, το οποίο ήταν έτσι πατημένο υπέροχα γλυκά έτσι από
πηλό και η γιαγιά μου η Αφέντρα το εστόλιζε κυκλοφορώντας την ποτιστήρα
γύρω-γύρω κάνοντας διάφορα σχέδια.
Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι το να γίνω αρχιτέκτων και να χτίσω με
μπετόν ήταν ένα καταπληκτικό πράγμα. Εξάλλου εκείνη την εποχή το λαχείο
συντακτών έδιδε, εχάριζε διαμερίσματα και πολυκατοικίες. Τα βλέπαμε εκεί
μέσα στις διαφημιστικές καταχωρήσεις, στην εφημερίδα Μακεδονία, στον
Ελληνικό Βορρά, στη Δράση, τα είχαν έτσι σαν συννεφάκια μέσα σε κόμικς,
διάφορες στραβά τοποθετημένες πολυκατοικίες, εδώ που τα λέμε τελείως
γυμνές, ήταν σαν πολυκατοικίες της Υεμένης, κάτι τελείως άσπρα πράγματα,
με κάτι μπαλκόνια ξερά, χωρίς καθόλου γείσα, αλλά βέβαια υπήρξαν πια οι
νέες ορολογίες, λουτροκαμπινέ, σαλοτραπεζαρία, νικολοβάρβαρο, όχι αυτό
είναι κάτι άλλο.
Αυτό που έχει σημασία λοιπόν είναι ότι αυτές οι σύνθετες λέξεις μας
οδηγούσανε σε έναν μαγευτικό χώρο όπου δε θα υπήρχαν πλέον φίδια στην
αυλή μας, όπου δεν θα υπήρχαν πλέον τα ποντίκια, που τα βλέπαμε να
πηγαίνουν απέναντι στο στάβλο του Λευτέρη, και όλα τα πράγματα θα ήταν
καταρχήν με μωσαϊκό και βέβαια οι κουζίνες μας και τα έπιπλά μας θα ήταν
από φορμάικα ή λίγο αργότερα από ξύλο τικ.
Πεντακάθαρες δουλειές, ένας παράδεισος για τις νοικοκυρές και όχι
όλα αυτά τα παλιά έπιπλα του στυλ του 50 με τις καρυδένιες τις ντουλάπες
ή με αυτές τις σαλοτραπεζαρίες με τα λιονταρόποδα, αυτές που αργότερα
κυνηγούσαμε ως φοιτητές για να βάλουμε στα δωμάτιά μας τα φοιτητικά.
Ήταν ακριβώς προ του 1960, ερχόταν το κιλό στη θέση της οκάς, ο
τότε πρωθυπουργός ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ξήλωνε γεμάτος χαρά τις
γραμμές των τραμ, ξηλώνονταν όλα τα καλντερίμια στη Θεσσαλονίκη, από
πάνω έμπαινε άσφαλτος, νομίζω δεν ξηλώθηκαν κιόλας στη Δυτική
Θεσσαλονίκη.
Μια εποχή καθαριότητος, επέρχετο το απορρυπαντικό κλινεξ και
ρεφλέξ, λοιπόν η μεγάλη γενιά των τεχνικών άρχισε να διαπλάθεται, να
διαπλάθει το ήθος της και να μεταδίδει και ένα ήθος τρομακτικό πάνω σ’
αυτήν την ελληνική επικράτεια η οποία ως τότε ήταν θαρρείς ανέγγιχτη από
το χρόνο.
Το τελευταίο μου επιχείρημα το κράτησα γιά το σώψυχο: θα χόρευα ροκ με την ψυχή μου.
Στις πολυκατοικίες κανένας δεν ήξερε κανέναν και έκλαιγαν οι
γέροντες που τους καταδίκαζαν να ζουνε σε κουτιά, αλλα «κουτιά» σήμαινε
πως δεν θα ήξερε κανένας που ακριβώς θα φούμερνα και κυρίως που, οπόσον
και πότε θα εγάμουνα.
Και οι ντάμες μας θα ήταν πλέον πιό ελεύθερες. Αυτά τα βλεπαμε στο σινεμά και τα πιστεύαμε.
Δεν θα είχαμε σχέση, αλλα νταίητ.
Αυτά ήταν τα πρώτα καλα του αρχιτέκτονος. Και έπειτα ήρθαν οι μέλισσες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου