Μια ιστορία απ’ το μέλλον
«Ποιμένες της Αρκαδίας» του Πουσέν(1594-1665) |
Γράφει ο Αλέξανδρος Πιστοφίδης
Η Αννα είναι Αθηναία τρίτης γενιάς. Ο παππούς της ήρθε στην Αθήνα το 55 από την ακριτική Δράμα «για να βρει μια οποιαδήποτε δουλειά , έστω ένα μεροκάματο στις οικοδομές για να μπορεί να θρέψει την τετραμελή οικογένειά του, αφού εκείνα τα πέτρινα χρόνια του 50, η ζωή στα καπνοχώρια ήταν ανυπόφορη. Δούλευαν όλο το χρόνο για να ‘ρθουν οι καπνέμποροι λίγες μέρες πριν το Πάσχα,, να τους........
πάρουν τη σοδιά, τον καλύτερο, όπως λέγανε, καπνό στον κόσμο της ποικιλίας μπασμά, για λίγα ψίχουλα, ίσα-ίσα για να ξοφλήσουν τον μπακάλη, ώστε να μπορούν να ψωνίσουν πάλι με πίστωση τα απαραίτητα για το Πάσχα». Αυτά της έλεγε ο παππούς της για να της αλλάξει την απόφαση να δοκιμάσει τη τύχη της στο χωριό. Δεν ήταν εύκολη η απόφαση. Αυτή, γέννημα και θρέμμα της μεγαλούπολης, που τελείωσε με άριστα αρχαιολογία στην Αθήνα και συνέχισε με διδακτορικό στη Γερμανία, τη μόνη χειρονακτική δουλειά που έκανε μέχρι σήμερα ήταν η συναρμολόγηση οστράκων για τη δημιουργία πήλινων αγγείων. Στα δυο χρόνια που είναι άνεργη, είχε στείλει πάνω από 300 βιογραφικά. Ελάχιστοι έκαναν τον κόπο να της απαντήσουν. Μιλώντας απταίστως δυο γλώσσες , πίστεψε, ότι θα ‘βρισκε, προς το παρόν τουλάχιστον, μια δουλειά, έστω σαν γραμματεύς με το βασικό μισθό για τα καθημερινά της έξοδα, αφού στα τριάντα της έμενε ακόμα με τους γονείς της και δεν πλήρωνε νοίκι. Κι όμως. Ακόμα κι εκεί της ζητούσαν προϋπηρεσία ή την ξεγύμνωναν με τα λαίμαργα μάτια τους από πάνω μέχρι κάτω, δείχνοντάς της τις πραγματικές προθέσεις τους. Για ένα μήνα βρήκε κάπου δουλειά, απλήρωτη βέβαια, έτσι για να τη δοκιμάσουν. Μόνο που κι εκεί δεν ήθελαν να δοκιμάσουν τις γνώσεις και τις δεξιότητές της στη δουλειά αλλά στο κρεβάτι.
Αυτά κι άλλα πολλά ήταν αρκετά, ώστε όταν το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης ανακοίνωσε το πρόγραμμα για τους νέους αγρότες (πράσινη ανάπτυξη και πράσινα άλογα) , έτρεξε να ενημερωθεί κι αφού το συζήτησε με το φίλο της, πήραν από κοινού την απόφαση να δοκιμάσουν την τύχη τους στη γεωργία. Δεν ήταν εύκολη απόφαση. Δεν είναι εύκολο να παραιτηθείς από νεανικά σχέδια και όνειρα ετών. Να πετάξεις ότι έμαθες με κόπο και ιδρώτα , στα σκουπίδια αρχίζοντας πάλι απ’ το μηδέν. Ξέρουν και οι δυο τους πολύ καλά, πως δεν είναι διόλου εύκολο το εγχείρημα. Σαν ιστορικοί και αρχαιολόγοι όμως, γνωρίζουν ακόμα καλύτερα, πως αυτή η πόλη, που για δεκαετίες ζούσε και διογκώθηκε από τις δεκάδες χιλιάδες των καλοπληρωμένων δημοσίων υπαλλήλων και τις χιλιάδες μικροβιοτεχνίες, που τώρα κλείνουν ακόμα και οι ελάχιστες που απέμειναν, δεν έχει πλέον μέλλον. Γνωρίζουν, πως η πόλη αυτή σε λίγα χρόνια δε θα μπορεί να ζήσει ούτε το μισό πληθυσμό της. Γνωρίζουν, πως, όπως τους Αλεξανδρινούς χρόνους, κατά τη διάρκεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και του Βυζαντίου, η Αθήνα κατάντησε ένα ασήμαντο χωριό μιας ασήμαντης επαρχίας, το ίδιο θα συμβεί και τώρα. Το μέλλον της πόλης αυτής είναι ήδη προδιαγεγραμμένο. Θα καταντήσει μια ασήμαντη πόλη της φτωχής επαρχίας της Τέταρτης Γερμανικής Αυτοκρατορίας της Ευρώπης. Σαν διαμετακομιστικό κέντρο των προϊόντων της Ασίας προς τη Βόρεια Ευρώπη και το αντίθετο, ή σαν τουριστικός προορισμός πολιτιστικού τουρισμού, τζόγου και πορνείας, όπως ήταν η Αβάνα του Μπατίστα, δεν θα μπορέσει να προσφέρει περισσότερες από μερικές δεκάδες χιλιάδες κακοπληρωμένες θέσεις εργασίας. Γνωρίζουν πως οι ένδοξοι καιροί του πάλαι ποτέ κλεινού άστεως θα ανήκουν πλέον στο παρελθόν. «Κάλλιο ελεύθερος αγρότης στο χωριό παρά νεόδουλος ή είλωτας σε μια ξένη πόλη που δε θα σου ανήκει πλέον». Όταν θα φύγουν και οι τελευταίοι συνταξιούχοι με τις αξιοπρεπείς συντάξεις, θα αδειάσουν και τα τελευταία στέκια συνάντησης των νέων ανέργων, οι καφετέριες, τότε θα είν’ αργά για ένα ειδυλλιακό σπίτι στο λιβάδι. Η επιστροφή στα χωριά θα είναι μαζική. Η «αναζωογόνηση της υπαίθρου», το σλόγκαν του επιχειρησιακού προγράμματος του ΕΣΠΑ, στοχεύει ακριβώς σ’ αυτό. Αφού μέχρι πριν λίγα χρόνια, η Κοινή Αγροτική Πολιτική στόχευε στο να μειώσει τον αγροτικό πληθυσμό στο 10 %, ώστε να ελευθερώσει χέρια για φτηνή εργασία στις πόλεις, τώρα, που το σχέδιο επετεύχθη με υπουργικές αποφάσεις, δεν υπάρχει λόγος για περιττές ρεζέρβες ανέργων στις πόλεις, που θα πρέπει να τους θρέψεις με επιδόματα πείνας ή ακόμα και με συσσίτια. «Οι πρώην χωριάτες που χόρτασαν ψωμί στην πόλη βρωμίζοντάς την, εκτέλεσαν το χρέος τους. Τώρα μπορούν να ξαναγυρίσουν πάλι πίσω στις τρύπες τους από ‘κεί απ’ όπου βγήκαν». Η Ελλάδα της επόμενης δεκαετίας θα θυμίζει σε πολλά την Ελλάδα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπου η συντριπτική πλειονότητα ήταν βουκόλοι. Η μόνη διαφορά θα βρίσκεται στο ότι οι σημερινοί αγρότες-βουκόλοι θα έχουν πτυχία και θα παράγουν κυρίως βιολογικά-οικολογικά προϊόντα υψηλής ποιότητας για τους ευρωπαίους και τους λιγοστούς έλληνες αστούς των ελληνικών και των ευρωπαϊκών πόλεων. Οι Ελληνες αστοί της διασποράς δε θα ζουν πλέον στην Κωνσταντινούπολή, στη Σμύρνη, στην Προύσα, στη Βιέννη και στην Τραπεζούντα αλλά στο Βερολίνο, στο Μόναχο, στην Κολωνία, στις Βρυξέλλες, στο Λονδίνο.κ.α. «Οι νεόπλουτοι και αλαζόνες πρώην χωριάτες βλαχοαστοί θα ξαναγίνουν αυτό που ήταν πάντα». Οι όψιμοι φιλέλληνες ευρωπαίοι περιηγητές θα ανακαλύψουν πάλι τον ελληνικό ρομαντισμό του 19ου αιώνα και θα ξαναγαπήσουν τους φτωχούς και λιτοδίαιτους, αλλά ενάρετους Ελληνες χωριάτες, όπως αγαπούν τα σκυλάκια τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου