ΣΥΧΝΑ ΚΑΤΑΦΕΥΓΩ στον
Γεώργιο Σουρή (1853-1919), τον μέγιστο του σατιρικού λόγου, με την
ατολμία παιδιού και την ανυπόκριτη μετριοφροσύνη που τον διέκρινε και
την... άχολη ψυχή που κατέγραφε με μοναδική ευθυβολία τα δεινά των
Ελλήνων, αλλά και τα... κουσούρια του λαού μας που με τρυφερά σκωπτική
γραφή προσέγγιζε, ασκώντας ταυτόχρονα μιας απίστευτης καιριότητας
κριτική. Τον επικαλούμαι στα δύσκολα και δανείζομαι τη φωνή του για
να... σπαράξω. Ιδού λοιπόν:
«Βάλετε φόρους, βάλετε εις την πτωχή μας ράχη/ ποτίστε με το αίμα μας
την άρρωστη πατρίδα/ σεις το κρασί και τον καπνό να πίνετε μονάχοι/ κι
εμείς να σας κοιτάζουμε με μάτι σαν γαρίδα./ Βαρειά φορολογήσετε και το
νερό που τρέχει/ βάλετε φόρους, βάλετε, κι η ράχη μας αντέχει./ Ο,τι
καλό κι αν έχουμε απάνω σας ας μείνει/ στα πρόσωπά μας ας χυθεί του
μαρασμού το χρώμα/ μ’ εμάς το ισοζύγιο του έθνους μας ας γίνει/
φορολογήσετε κι αυτή τη σάρκα μας ακόμα./ Του κρέατός μας κόβετε καμμιά
παχειά λωρίδα/ και τρώγετε την λαίμαργα μαζί με την πατρίδα./ Ο,τι κι αν
τρώνε οι πτωχοί, το έθνος ας το πίνει/ χορταίνετε σαν Λούκουλοι μ’ εμάς
το σκυλολόγι/ κι εμείς θα σας γνωρίζουμε γι’ αυτό ευγνωμοσύνη./ Τέτοιοι
χωριάτες που’ μαστε αντέχουμε εις όλα,/ και ούτε τόσο εύκολα τινάζουμε
τα κώλα./ Πρέπει να είναι οι πολλοί, πτωχοί και πεινασμένοι/ και οι
ολίγοι πάντοτε να βρίσκονται χορτάτοι/ πρέπει να στέκουν οι πολλοί στα
σπίτια των κλεισμένοι/ και οι ολίγοι να πηδούν απάνω στο παλάτι./ Πρέπει
ο κόσμος ο πολύς να δέχεται τα βάρη,/ κι ο λιγοστός απάνω του κανένα να
μην πάρει./ Μ’ αυτόν τον νόμο έζησε ο κόσμος και θα ζήσει,/ τη δύναμή
του προσκυνά η κάθε κοινωνία/ δεν ειμπορεί καθένας μας βεβαίως να
πλουτίσει,/ γιατί του κόσμου έπειτα χαλά η αρμονία./ Φτώχεια και
πλούτος!... ζήτημα του καθενός αιώνος,/ ιδού το τέλος κι η αρχή του
φοβερού αγώνος./ Λοιπόν κανένας πρόστυχος κεφάλι μη σηκώσει,/ για τόσα
νομοσχέδια μη βγάλει τσιμουδιά./ Εις της πατρίδος τον βωμόν το αίμα του
ας δώσει/ χωρίς ν’ αφήσει στεναγμό η μαύρη του καρδιά./ Κι αν τώρα πάλι
έπεσε απάνω του ο κλήρος,/ πρέπει και πάλι να φανεί γενναίος, μάρτυς,
ήρως!»
Γράφτηκε το 1883. Εκατόν τριάντα χρόνια μετά, αισθάνομαι ότι γράφτηκε χτες το βράδυ! |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου