Εποχή σποράς κι ο εκτοπισμένος στη Λέρο αγρότης βρίσκεται σε βαθιά θλίψη. Κάποια στιγμή, πάει στο τηλεφωνείο και καλεί το σπίτι του, στην Ήπειρο. Το σηκώνει η γυναίκα του. Ο αγρότης φωτίζεται:
- Ελα, εγώ είμαι. Μ’ ακούς;
Ταράζεται η γυναίκα:
- Νικόλα μου, εσύ είσαι; Πώς είσαι;
- Καλά είμαι. Δεν μπορώ να σου πω περισσότερα. Δεν έχουμε καιρό. Άκουσέ με καλά, χωρίς να με διακόπτεις. Θυμάσαι το χωράφι μας πίσω από την εκκλησία; Έχω θάψει εκεί κάτι όπλα. Θέλω να πας να τα πάρεις και να τα πετάξεις, μην τα βρει κανείς κι έχουμε μπελάδες.
Την επομένη, τον φωνάζουν, επειγόντως, στο τηλεφωνείο. Είναι η γυναίκα του που μιλά εξαγριωμένη:
- Τι ’ναι αυτό που μου ’κανες, Νικόλα; Δεν πρόλαβα καλά - καλά να κλείσω το τηλέφωνο και πλάκωσαν τα τανκς κι οργώσανε το χωράφι και..
Τη διακόπτει ο Νικόλας:
- Τ’ οργώσανε, είπες;
- Ναι. Τ’ οργώσανε.
Κι ο Νικόλας:
- Ωραία. Σπείρε τώρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου